Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Ολίγα περί Ρίτσου


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΝ
Η φετινή χρονιά έχει ανακηρυχθεί «έτος Γιάννη Ρίτσου». Πέρα από τον επετειακό χαρακτήρα του πράγματος – τον οποίο μπορούν να εξαντλήσουν οι λογοτεχνικοί κύκλοι, τα διάφορα ιδρύματα και οι λοιποί επετειολάγνοι – η χρόνια αυτή που πρόσφατα ξεκίνησε γίνεται αφορμή για προβληματισμούς, συζητήσεις και νέες προοπτικές. Ο ταραγμένος, συγκλονιστικός και ελπιδοφόρος Δεκέμβριος που μας πέρασε, δημιούργησε – ίσως- νέα ήθη στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κινηματική πολιτική και ενέπνευσε την αισιοδοξία πως κάτι καινούριο μπορεί να δημιουργηθεί τόσο στο πεδίο της πολιτικής συνείδησης όσο και στο επίπεδο της κινηματικής πρακτικής. Παράλληλα, αυτή η ιδιαίτερη στιγμή της μεταπολιτευτικής πολιτικής ιστορίας ανέδειξε κάποια προβλήματα στη σχέση που έχει – ή που θα έπρεπε να έχει - η πολιτική με τον πολιτισμό. Προβλήματα που, είτε από αδυναμία είτε από εσφαλμένη κρίση, τα είχαμε αγνοήσει. Η προβληματική, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στάση των διανοουμένων, των ανθρώπων του πολιτισμού, ανέδειξε ένα επιπλέον ζήτημα: τη στάση που έχουν, ή θα όφειλαν να έχουν, οι διανοούμενοι απέναντι στην Ιστορία.
Σ’ αυτό το πλαίσιο η επέτειος από την γέννηση του Γιάννη Ρίτσου αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Δεν είναι απλώς επέτειος μνήμης. Είναι η αφορμή για να ξαναδούμε τη σχέση της ποίησης – της καλλιτεχνικής δημιουργίας γενικά- με την πολιτική και την ιστορία. Ο Ρίτσος, μέσα σ’ όλες τις αντιφάσεις τόσο του βίου όσο και του έργου του, υπήρξε μια φυσιογνωμία που δεν «κρύφτηκε» ποτέ. Δεν σημαίνει πως η στάση του ήταν πάντα δόκιμη. Ήταν, αν μη τι άλλο, μια στάση γενναία και συνεπής. Μια στάση ενός ανθρώπου που έχει επίγνωση του μεγέθους του και του οράματος στου οποίου την υπηρεσία έχει θέσει αυτό το μέγεθος. Γι’ αυτό το λόγο ας μην εκληφθεί το αφιέρωμα που κάνει το Πριν ως κάποιο είδος μνημόσυνου αλλά σαν μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με την κουλτούρα.
Άλλωστε, η σχέση της πολιτικής με την κουλτούρα δεν είναι πάντα προφανής. Η μία έννοια περιέχει την άλλη και δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές χωρίς να ετεροφωτίζονται, να αλληλεπιδρούν και να συσχετίζονται. Ο Γιάννης Ρίτσος, ποιητής των αντιφάσεων και της Ιστορίας, αναδεικνύει μέσα στο ποιητικό τοπίο που εξυφαίνει, με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, αυτή τη σχέση.











Γιάννης Ρίτσος: Ποιητής της Ιστορίας και της Αντίφασης


Το 2009, όπως και η περυσινή, η προπέρσινη και κάθε χρονιά, είναι χρονιά επετείων. Φέτος, είναι τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρόλου Δαρβίνου, του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, του Φέλιξ Μέντελσον, τα 200 χρόνια από τον θάνατο του Γιόσεφ Χάυντ και τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου. Ποια, όμως, η αξία των επετείων; Είναι αφορμή μνήμης, ευκαιρίες για επικήδειους και μνημόσυνα ή είναι, απλώς, τα χρονικά σημεία που μας καλούν να συνομιλήσουμε ξανά με την ιστορία, με τον πολιτισμό, να ξανασυγκροτήσουμε χαμένες συζητήσεις, να ξανακατανοήσουμε ήδη «κατανοημένα» ζητήματα; Στη σχετικότητα του χρόνου, σχετικότητα που οι ίδιοι έχουμε κατασκευάσει, μια επέτειος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ακόμα ευκαιρία. Μια ευκαιρία για να συζητήσουμε ξανά δήθεν «παρωχημένα» θέματα, να ξαναδιαβάσουμε σκονισμένα βιβλία με φρέσκα μάτια, να ακούσουμε παλιά τραγούδια με νέα αυτιά. Η φετινή επέτειος για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Γιάννη Ρίτσου είναι, φυσικά, μια τέτοια ευκαιρία.
Αναμφισβήτητα, ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοελληνικής περιόδου. Το μέγεθος της σημασίας του συνίσταται ακριβώς στο γεγονός πως το ποιητικό του έργο, όσο κι αν από κοινού θεωρείται σημαντικότατο, δίχασε και διχάζει την κριτική και, βεβαίως, τον αναγνώστη του. Λίγες φυσιογνωμίας της νεοελληνικής ποίησης είχαν την τύχη να απολαμβάνουν τόσες συμπάθειες και να ξορκίζουν τόσες αντιπάθειες όσες ο Ρίτσος. Η ίδια του η ζωή, όπως και το μέλλον που επιφυλάχθηκε στο έργο του, ήταν βαθειά αντιφατική. Γεννημένος στη Μονεμβάσια το 1909, μεγάλωσε στους κόλπους μιας αγροτικής μεν, ιδιαιτέρως εύπορης δε οικογένειας. Όσο κι αν η σύγχρονη λογοτεχνική κριτική «αποκλείει» τις βιογραφικές αναφορές, προκειμένου να κρίνουμε μια καλλιτεχνική φυσιογνωμία, αυτή η κοινωνική και τοπική καταγωγή του Ρίτσου, είναι, νομίζω, η ρίζα της αντίφασής του. Έχοντας εμπειρίες τόσο από τον βαθύ αστικό πολιτισμό, όντας ιδιαιτέρως καλλιεργημένος και ευαίσθητος ο ίδιος, όσο και εικόνες από την αγροτική και εργατική ζωή, κατάφερε να συμπυκνώσει στο έργο του τις δύο πλευρές του κόσμου, να εκφράσει το κοινωνικά υψηλό με ποιητικά υψηλό τρόπο.
Όπως είναι γνωστό, ο Γιάννης Ρίτσος ήταν (και είναι) η εμβληματικότερη φιγούρα, μαζί με τον Τόσο Λειβαδίτη, της αριστερής, νεοελληνικής ποίησης. Ο Ρίτσος, όμως, δεν είναι απλώς αριστερός ποιητής, ποιητής μιας αριστεράς χωρίς πρόσημο, είναι κομμουνιστής ποιητής. Είναι στρατευμένος κομμουνιστής ποιητής. Η στράτευση του Ρίτσου στον κομμουνισμό είναι, σε πρώτο επίπεδο, στράτευση προσωπική. Ήταν παρών ως πρόσωπο σε όλες τις κορυφαίες μάχες που έδωσε το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα του 20ο αιώνα. Παρών στην εθνική αντίσταση, παρών στον εμφύλιο, παρών στη Χούντα. Στο βαθμό, όμως, που μας αφορά σήμερα, έναν αιώνα μετά τη γέννηση του , η στράτευση του Ρίτσου είναι στο επίπεδο που ο ποιητής στρατεύεται ακριβώς με αυτή του την ιδιότητα, την ιδιότητα του ποιητή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ποιητική στράτευση του Ρίτσου είναι διπλής τάξης. Υπάρχουν στιγμές της ποίησής του που ρητά αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα ή πρόσωπα. Εκεί ο ποιητής, ένα κοινωνικό υποκείμενο, γίνεται πολιτικό υποκείμενο επιστρατεύοντας το ιδιαίτερο, προσωπικό του όπλο, την ποίησή του, για να ασχοληθεί ενεργά με κυρίαρχα, ηγεμονικά, πολιτικά ζητήματα. Τέτοιες στιγμές ο Ρίτσος έχει πολλές.Η στράτευσή , όμως, της ποιητικής του Ρίτσου είναι, κυρίως, της άλλης τάξης. Η ποίησή του είναι συνολικά στρατευμένη. Ακόμα κι αν, στο επίπεδο του περιεχομένου, δεν ασχολείται με το συγκεκριμένο, κοινωνικοπολιτικό γεγονός ή πρόσωπο, η στιχουργία του Ρίτσου είναι βαθειά στρατευμένη γιατί είναι βαθειά κοινωνική , αναδεικνύοντας τις πιο ριζοσπαστικές αλλά και ευαίσθητες πλευρές του κομμουνιστικού οράματος.
Κεντρικό ρόλο στο έργο του Ρίτσου παίζει η Ιστορία. Ο ποιητής συνομιλεί μαζί της, όχι από απόσταση – όπως, πιθανόν, έκαναν οι εκπρόσωποι του ρομαντισμού – αλλά ως ενεργό κομμάτι της. Ως ζωντανό υποκείμενο, το οποίο, έχοντας κατανοήσει την ιστορική συνείδηση και τον ιστορικό του ρόλο, παρεμβαίνει μέσω της ποίησης στα πράγματα, όχι απλώς για να τα σχολιάσει και να τα εξωραΐσει αλλά για να αλλάξει το σημείο θέασης της πραγματικότητας «Εμείς διαβάζουμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα». Γι’ αυτό η ποίηση του Ρίτσου είναι ζωντανή, είναι ποίηση που, χωρίς να είναι λεξιπλαστική, όπως πιθανόν του Ελύτη, χωρίς να εικονοποιεί όπως η ποίηση του Σεφέρη, χωρίς να συμπυκνώνει ισαρχέγονα φιλοσοφικά ζητήματα όπως του Καβάφη, έχει τόσο έντονα ενσωματωμένο τον Ιστορικό της προσανατολισμό, ώστε είναι πάντα επίκαιρη. Ο Διάλογος ποίησης και ιστορίας στο έργο του Ρίτσου είναι ο διάλογος ενός πολιτικού υποκειμένου, το οποίο άλλοτε μορφοποιείται ως λαός, πρόσωπο, οικουμένη κλπ, με την λαϊκή ελληνική παράδοση.
Η παράδοση, η ελληνικότητα, εκφράζεται στο έργο του Γιάννη Ρίτσου με τον πλέον ριζοσπαστικό τρόπο. Άλλοτε συνομιλεί με τη δημοτική ποίηση – άλλωστε το φαινομενικά φτωχό λεξιλόγιό του απογειώνει τον λαϊκότροπο χαρακτήρα των ποιημάτων του – άλλοτε παίρνει τη θέση του απέναντι από τον Σικελιανό (μια παράλληλη ανάγνωση του «Επιταφίου» με το ποίημα «Μήτηρ Θεού» του Σικελιανού πείθει για του λόγου το αληθές), απέναντι από τον Καβάφη (12 ποιήματα για τον Καβάφη) και άλλοτε συνδιαλέγεται με τα πλέον καινοτόμα και ριζοσπαστικά ρεύματα της νεωτερικής ποίησης. Είναι τελικά ο ποιητής του Ελληνισμού, όταν ο ελληνισμός εκφράζεται στην πιο ριζοσπαστική του μορφή. Ο ελληνισμός, όπως αναδεικνύεται μέσα από την ποιητική του Ρίτσου, δεν έχει σχέση με την καθαρότητα της φυλής και τον μεγαλοϊδεατισμό. Είναι ο ελληνισμός του μόχθου , της υπαίθρου του λαού, ο ελληνισμός όπως διαμορφώνεται από την πάλη του ανθρώπου με την ελληνική ύπαιθρο, από τους αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης, ο ελληνισμός της ελευθερίας, του λιογέρματος (αγαπημένη εικόνα του Ρίτσου) και του αγέρα.
Επομένως, η στράτευση του Ρίτσου στο κομμουνιστικό όραμα είναι στράτευση που αντιλαμβάνεται τον κομμουνισμό στην αισθητική του διάσταση. Μέσα από το σώμα του ποιητικού του έργου διαγράφεται ένα κομμουνιστικό πρόσταγμα ζωντανό και διαυγές, πάντα αισιόδοξο και πιστό στις δυνατότητές της ανθρωπότητας. Σε αντίθεση με τους αριστερούς ποιητές της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, τους ποιητές της «ήττας» και της «αριστερής» μελαγχολίας, ο Ρίτσος αποπνέει μέσω της ποίησής του εκείνη την αισιοδοξία, εκείνη την άγνοια κινδύνου που επιδεικνύουν μόνο οι τρελοί, οι ποιητές και οι αγωνιστές. «Μια σιωπηλή μεταβολή γίνεται μέσα μας που αλλάζει τον θάνατο σε ζωή, την ερημιά σε συντροφιά, την ταπείνωση σε περηφάνια.»
Όμως η αισιοδοξία του Γιάννη Ρίτσου τον εγκατέλειψε στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο λυρισμός των πρώτων περιόδων της ποιητικής του, δίνει τη θέση του στην εσωστρέφεια και την περισυλλογή. Τα προτεταμένα στήθη των πρώτων ποιημάτων του ζαρώνουν και η ποίηση του κλείνεται στον εαυτό της. Επηρεασμένος από το όραμα που υπηρέτησε, προδομένος από την πτώση των ιδανικών που υπερασπίστηκε, τσακισμένος από το γύρισμα της ιστορίας ο Γιάννης Ρίτσος αφήνει την τελευταία του πνοή το 1990. Ο θάνατός του μοιάζει με παραίτηση ενώ η πορεία της ποίησής του κινείται παράλληλα με την Ιστορία της αριστεράς. Η νίκη, η ηγεμονία περιστέλλονται. Την αισιοδοξία διαδέχεται η παραίτηση. Η ανθρωπότητα κλείνεται στο καβούκι της. Μέχρι κάτι καινούριο να γίνει ξανά, μέχρι να πατήσουμε στα πόδια μας. Αυτό μας κληροδοτεί ο Ρίτσος. Γι’ αυτό και η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννησή του είναι μια καλή αφορμή για να τον ξαναδιαβάσουμε. Είναι μια καλή αφορμή να «εκπολιτίσουμε» - τρόπον τινά - τα οράματά μας. Είναι μια καλή αφορμή να ανοίξουμε κουβέντα με την Ιστορία.


Ο Ρίτσος και η Κριτική



Ο Γιάννης Ρίτσος, όπως και κάθε πραγματικός ποιητής, χρησιμοποιεί την ποίησή του για να εννοιολογήσει την πραγματικότητα και να συνδιαλαγεί μαζί της. Γι’ αυτόν η ποίηση δεν είναι ο σκοπός αλλά το μέσον ανάγνωσης, είναι το εργαλείο για να ξεκλειδώσει τον κόσμο. Η ποίηση του Ρίτσου προσπαθεί να αναγνώσει την νεοελληνική πραγματικότητα με οικουμενικό, παγκόσμιο και πανανθρώπινο τρόπο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κοιτά αφ’ ενός μεν προς τη μεγάλη δεξαμενή της παράδοσης αλλά χρησιμοποιεί όλα τα ποιητικά υλικά της νεωτερικότητας, όλους τους μοντερνισμούς και όλες τις καινοτομίες που έκαναν την ποίηση να ανασάνει κατά τον αιώνα που πέρασε. Αυτή ακριβώς η διπλή θέαση της Ιστορίας και ο διττός τρόπος που ο Ρίτσος χρησιμοποιεί το υλικό του κατέστησε το έργο του «δυσάρεστο» για του κριτικούς. Επιπλέον, η δεδηλωμένη στράτευσή του και σε προσωπικό και σε αισθητικό επίπεδο, έδωσε λαβή για ένθεν κακείθεν κατηγορίες.
Η προοδευτική κριτική, ο Γιάννης Κορδάτος, η Αλεξάνδρα Αλαφούζου, ο Νίκος Καρβούνης, τον «επέπληξε» διότι τάχα ο μοντερνισμός του δεν εξυπηρετούσε το κομμουνιστικό ιδεώδες. Αυτός ο «οριακός ρεαλισμός» του Ρίτσου, όπου η ποιητική μορφή συγχωνεύεται με το ποιητικό περιεχόμενο, χτυπούσε έντονα στα μάτια των εκπροσώπων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αντίθετα, ο ρεαλισμός του Ρίτσοu – όχι ως καλλιτεχνικό κίνημα αλλά ως ουσιαστική αισθητική στάση – δεν αρνείται το νεωτερισμό, το πείραμα και την αφαίρεση, όταν η ιδέα, η εικόνα ή η έννοια που θέλει να εκφράσει είναι αντίστοιχα νεωτερική, πειραματική ή αφαιρετική. Έτσι, ο ρεαλισμός φτάνει στα όριά του και βρίσκει στο σώμα της ποιητικής του Ρίτσου μία νέα έκφραση και νέους τρόπους διαφυγής.
Ακόμα πιο χαρακτηριστική, από την προοδευτική κριτική, είναι η στάση των συντηρητικών κριτικών. Τόσο η μορφή της ποιητικής του Ρίτσου, όσο και το εντόνως πολιτικό της περιεχόμενο ενόχλησαν τους λογοτεχνικούς κύκλους και ιδιαίτερα τους αστικούς, εθνοκεντρικούς κύκλους της γενιάς του ’30. Εκείνος που ιδιαίτερα ασχολήθηκε με το έργο του Ρίτσου είναι ο κριτικός και μετέπειτα συνεργάτης της Χούντας, Ανδρέας Καραντώνης. Μέσω του περιοδικού που εξέδιδε, τα Νέα Γράμματα, εγκαινίασε αυτήν την αρνητική κριτική παράδοση απέναντι στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Γράφει κρίνοντας την πρώτη του ποιητική συλλογή Τρακτέρ: «Προξενεί αληθινή θλίψη το θέαμα ενός νέου που ενώ δείχνει αναμφισβήτητη ποιητική διάθεση και λυρική φαντασία, καταφέρνει μολαταύτα να πραγματοποιεί τα αντίθετα των όσων επιδιώκει με την τέχνη του (πως πιστεύει στις επαναστατικές ιδέες και πως του είναι ανάγκη ψυχική το υμνολόγημα της Ρωσίας, του Μαρξ, του Λένιν, όπως θα γράψει παραπάνω ο Καραντώνης), μόνο και μόνο για να ακολουθεί τυφλά και μακάρια την ολέθρια αισθητική που ξεπήδησε από το έργο του Καρυωτάκη και των λησμονημένων, σήμερα, οπαδών του.» (Νέα Γράμματα, Χρόνος Α, Αθήνα 1938, 66, 438). Ο Καραντώνης επικρίνει εδώ τον Ρίτσο τόσο ως πολιτικό υποκείμενο, επιτιθέμενος στον μαρξισμός και τον λενινισμό, όσο και ως ποιητικό υποκείμενο, επιτιθέμενος στον Καρυωτάκη! Ενώ, κρίνοντας την ποιητική συλλογή Εαρινή Συμφωνία θα γράψει «…Οι στίχοι του συντηρούνε το αμφίβολο εκείνο είδος της μέσης ποίησης…που συνήθως βλασταίνει σε εποχές νέων ποιητικών προσανατολισμών, γεφυρώνοντας με πρόχειρα υλικά την απόσταση που χωρίζει τους αληθινά νέους ποιητές από τους στιχουργούς των ξεπερασμένων παραδόσεων».
Είναι προφανές, πως η κριτική δεν κατάφερε, από τα πρώτα ποιήματα του Ρίτσου, να αντιληφθεί ούτε το όραμα του, ούτε την ποιητική του τεχνική. Την αντίληψη του που όριζε ως ποιητικά αληθές εκείνο που συνδιαλέγεται με την ιστορική συνείδηση. Εκείνο που κοιτάει στο παρελθόν και ελπίζει στο μέλλον.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ [1909-1990]

Χρονολογικός πίνακας
o Πρωτομαγιά του 1909 - Γέννηση του Γιάννη Ρίτσου.
o 1921 - Πεθαίνει από φυματίωση ο μεγάλος γιος και η μητέρα της οικογένειας του ποιητή. Οι απώλειες αυτές τον ακολουθούν πάντα.
o 1924 – Δημοσιεύονται, με το ψευδώνυμο «Ιδανικό όραμα», τα πρώτα του ποιήματα στη Διάπλαση των παίδων.
o 1925 – Εγκαθίσταται στην Αθήνα και εργάζεται ως δακτυλογράφος και αντιγραφέας συμβολαίων.
o 1926 - Προσβάλλεται και ο ίδιος από φυματίωση.
o 1927-30 - Νοσηλεύεται στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου μυείται στον μαρξισμό από μέλη του ΚΚΕ.
o 1934-36 – Εκδίδει τις συλλογές Τρακτέρ (1934), Πυραμίδες (1935). Ξεκινά να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο»
o 1937 - Γράφει Το τραγούδι της αδελφής μου όσο η ίδια του η αδελφή νοσηλεύεται στο Δαφνί, (όπου βρίσκεται ο πατέρας του από το 1932).
o 1938 – Εκδίδεται η Εαρινή συμφωνία.
o 1940 - Εκδίδεται το Εμβατήριο του ωκεανού.
o 1944-53 – Καθηλώνεται στο κρεβάτι καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Συμμετέχει στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΕΑΜ.
o 1948 - Στον Εμφύλιο εξορίζεται στη Λήμνο.
o 1949 – Εξορίζεται στη Μακρόνησο
o 1950 – Εξορίζεται στον Αϊ-Στράτη.
o 1952 - Απελευθερώνεται.
o Το 1954 ο Ρίτσος παντρεύεται τη γιατρό Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη. Ακολουθούν ήρεμα χρόνια οικογενειακής γαλήνης.
o 1955 - Γέννηση της κόρης του Έρης. Ακολουθεί η έκδοση του Πρωινό άστρο.
o 1956 - Σονάτα του σεληνόφωτος (1956, Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης).
o 1967-72 - Αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1967, ο Ρίτσος οδηγείται στην εξορία (Γυάρος, Λέρος). Αργότερα τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο μέχρι το 1970. Η κατάσταση της υγείας του,όμως, χειροτερεύει και νοσηλεύεται στον «Άγιο Σάββα» φρουρούμενος.
o 1968 - Η τριπλή συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα εκδίδεται στη Γαλλία. Προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ.
o 1972-83 – Εκδίδονται Η Γκραγκάντα (1973) και το Κωδωνοστάσιο (1974) καθώς και συγκεντρωτικοί τόμοι ποιημάτων του.
o 1975 - Αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
o 1977 - Τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
o 1990 – Θάνατος του Γιάννη Ρίτσου. Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου αφήνοντας πενήντα ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.


Όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν